-
- Εκεί ψηλά στο Όρος Πάρνωνα
- Χτισμένο σαν αετοφωλιά στα δάση
- Ειν’ το πανέμορφο χωριό ‘Τσίντζινα’
- Που αλλού στον κόσμο δεν υπάρχει.
-
- Πηγές με κρυσταλλένια κρύα νερά
- Του Σούμου, Ψητό, και Καμαράκι
- Δροσίζουν κατοίκους και διαβάτες
- Τα Τσίντζινα, κάθε καλοκαιράκι.
-
- Όποιος γνώρισε τα Τσίντζινα
- Και τώρα ζει στην ξενιτιά
- Η σκέψη του κάθε άνοιξη
- Στρέφει να δει πεύκα κ’ έλατα.
-
- Πηγαίνοντας προς το Ψητό
- Πολύ πρωί πριν ξημερώσει
- Ο κρύος αέρας σε ξυπνά, και
- Τον μόνο θόρυβο που ακούς
- Ειν’ τα πουλιά που κελαηδούν
- Και το βούισμα των πεύκων
- Απ’ τον άνεμο που τα χτυπούν.
-
- Μύριζες πεύκο και ένιωθες
- Σαν ζούσες τα παλιά σου χρόνια
- Χωρίς σκοτούρες στο μυαλό
- Εις τον Παράδεισο εν γη, αιώνια.
-
- Αγνάντευες απέναντι
- τις ψηλές ραχούλες
- Γεμάτες γιδοπρόβατα
- Να βόσκουν βλαχοπούλες.
-
-
Στου Πρόκου τ’ αλώνι παίζαμε
-
Βόλους με πετραδάκια
- Η
μας φώναζε η Ποτούλα
-
Για να παίξουμε χαρτάκια
-
- Μέσα απ’ τα πεύκα του Μακρή
- Με τη δροσιά λουσμένα
- Αγκαλιασμένοι, βόλτες κόβαμε
- Μικρούλα μου μ’ σένα.
-
- Τους κήπους βάζαμε νωρίς
- Την άνοιξη να είναι
- Έτοιμοι το καλοκαίρι
- Με ντομάτες, φασολάκια,
- Για να τρωνε οι φαγάδες
- Χόρτα, και κολοκυθοκορφάδες.
-
- Ο κηπουρός μας πότιζε
- Πρωί-πρωί τους κήπους,
- Και με ορμή μεγάλη πέρναγε
- Νερό απ’ τα στενά δρομάκια
- Και εμείς στον ύπνο ακούγαμε
- Να μουρμουρίζει το νερό
- Τρέχοντας μες’ τ’ αυλάκια.
-
- Οι άνδρες πήγαιναν στα καφενεία,
- Οι γυναίκες, ρούγες στις γειτονιές
- Η στα νυχτέρια κάθονταν
- Και έλεγαν κουτσομπολιές.
-
- Τραγούδια μέχρι το πρωί
- Χοροί και παραμύθια
- Και με το φως του φεγγαριού
- Χαρούμενοι πηγαίναμε στα σπίτια.
-
- Στο σφαγείο του Χαούζου
- Κάτω απ’ την εκκλησία
- Πηγαίναμε για κρέας
- Αγελάδας η κατσίκας.
-
- Η το πηγαίναμε στο σπίτι
- Να το μαγειρέψει η μάνα
- Η το δίναμε να το φτιάξει
- Ο Χαούζος στην ταβέρνα.
-
-
Στην πουρναριά η μάνα πήγαινε
-
Ποιο πάνω από το σπίτι
- Με
άλλες γυναίκες γειτόνισσες
-
Και οι κυρίες του Πολίτη.
-
- Να
αγναντέψουν το χωριό,
- Να
δουν την κίνησή του,
- Να
που το πόσο χαίρονται
-
Την όμορφη στοργή του.
-
- Θυμάμαι συχνά τα χρόνια αυτά
- Εδώ που ζω μακριά στα ξένα,
- Νοσταλγώ και έρχομαι συχνά να δω
- Τα
Τσίντζινα τ’ αγαπημένα
-
-
-
- Ο
εν Αμερικής
-
Τσιντζινοζουπαινιώτης
-
Νικόλαος Αναστασίου Καραβάσος
-
Σεπτέμβριος 2004