KΙ ΑΛΛΟ ΛΥΠΗΤΕΡΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ

(Ό κύκλος με τη μαύρη κιμωλία εκλειοε. Στίς 15-5-75

πέθανε κι ή τελευταία αδερφή της Μητέρας, ή θεία ή

 Αγγελική).

 

Μέσ στην καρδιά μου ρίζωσεν αλόη

και το λυπητερό τραγούδι, μοιρολόϊ.

Τώρα πιά το κελάϊδημα του κότουφα, του σπίνου,

είναι μονάχα σπαραγμός κάποιου επιτάφιου θρήνου.

 

«Τρεϊς άδερφουλες εϊμασταν», τώρα κι οί τρείς μίσεψαν.

Του Χάρου σέρνουν το χορό πιασμένες χέρι-χέρι.

Τρείς πόνοι βαρειοσήκωτοι, το γέλιο μου κλάδεψαν

κι άδειο Θέ νδν' βαθύσκιωτο, τούτο το Καλοκαίρι.

 

Θεέ μου πιά δεν το μπορώ το τρίτο αυτό ποτήρι.

Πόρτα στερνή σφραγίστηκε άλλη μια νεκροκάσα.

Στή ρίζα πάλι χτύπησε τό μαύρο κλαδευτήρι.

Τώρα κι οι τρεΊς τους ζουν, στην κοφτερή μου ανάσα.

 

 

 

ΔΑΣΟΣ ΓΙΝΑΝ OI ΣΤΑΥΡΟΙ

(Στις 19-7-75, πέθανε κι' ό τελευταίος αδερφός της

 Μητέρας, ό σεβαστός θείος ό Πάνος Ι. Ρουμάνης).

 

Νοιώθω τώρα στην καρδιά, μνήμη σάν μαχαίρι,

τή στερνή που σ' είδα τή φορά κι ήσουν καλά.

Με τά δυο ζεστά σου χέρια, μουσφιξες το χέρι,

δυο κουβέντες ίσως, μά ό τρόπος σου μουείπε πολλά.

 

Τώρα πια και συ γλυκοκοιμάσαι μέσ στο χώμα.

Πήρανε κοντά τ αδέρφι, οι άδερφοϋλες.

Δάσος γίναν οι σταυροί πώς νά το πιστέψω ακόμα;

Μέσ στά μάτια μου φαρμάκι, τέσσερες βρυσούλες.

 

 

 

ΕΝΩ ΣΟΥΡΟΥΠΩΝΕΙ

Στά πικραμένα χείλη, τά στεγνά,

τάχα θά σκάση ροδανθός, το γέλισ μου ξανά;

Μοιάζει ή καρδιά φραγμένη γη, ρηχή,

πού προσδοκά κάποια χαρούμενη βροχή.

 

Τήν ώρα αυτή της σκέψης της κρυφής

στό κεντητό μαξιλαράκι της χαμένης αδερφής,

τής γκρίζας μνήμης μου ακουμπώ τήν άκρη.

Αίμα πού ρέει άπό πληγή, έίν το καφτό μου δάκρυ.

 

Οι νυχτερίδες μαύροι συνοδοί τών περασμένων,

μουντά τά δέντρα, σύναξη νεκρών αγαπημένων.

Ρίζα πού ροκανά τήν πέτρα ο Μέγας πόνος.

Κυλά σάν φύλλο κίτρινο, μεσ στό νερό ό χρόνος.

 

 

 

ΤΟ ΚΥΚΛΑΜΙΝΟ

Σ' ενός παντέρημου αλωνιού τήν άκρη

ξεδιάκρινα κυκλάμινο σεμνό.

Τονοιωσα μέσ' στο γκρίζο πρωινό,

στά βλέφαρα του φθινοπώρου δάκρυ.

 

'Ως έσκυψα για νά το πάρω άπό τ αλώνι

χαμόγελο νά γίνη στ άνθογυάλι,

σκίρτησε στου χεριού μου τήν αγχόνη.

Και τ άφησα, χαϊδεύοντας το άγάλι-άγάλι.

 

 

 

ΕΝΑΣ ΧΡΟΝΟΣ ΠΕΡΑΣΕ

Μητέρα, άπ' οταν μίσεψες, έκλεισε χρόνος

κι έγώ δεντρϊ πού γέρνει, οι ρίζες του κομμένες,

νοιώθω τις μέρες να κυλάνε πικραμένες.

Πάχνη στά μάτια και δέν λέει να φύγη, ό πόνος.

 

Δίπλα μου πάντα στέκεσαι ανάλαφρο κλαδί

μέσα μου ζής, με τη βροχή, τον ήλιο ή τ άγέρι'

για με θρηνεί ακόμα το πουλί πού κελαηδεί.

Μου γνέφει, άπ' άλλους κόσμους το λιγνό σου χέρι.

 

Μητέρα έσύ πανάκριβη και χιλιαγαπημένη,

δσο κι άν πρέπει, δέν μπορώ στιγμή να σε ξεχάσω

κι ίσως παράλογα, καλώ, κάποια καλή ειμαρμένη,

ναναι ό δρόμος σύντομος κοντά σου πού θα φτάσω.

 

 

 

ΕΝΩΠΙΟΣ ΕΝΩΠΙΩ

Πολλές φορές μέ πρόδωσαν—ϊσως νάταν και φίλοι,

κάποτε ταλαντεύτηκα κάποιο ερπετό πατώντας,

μα δέν μέ πρόδωσε ποτέ μια κούπα χαμομήλι

πού ετοίμαζε ή Μανούλα μου, νύχτα νυχοπατώντας.

 

Το σύννεφο μέ πρόδωσε δταν τον ήλιο σκέπασε,

λούφαζε ό βάλτος δολερός έτοιμος να προδώση,

μα πουρναρόριζα πιστή σαν πιάστηκα δέν έσπασε.

Καλό έκανα κι ας ήξερα κακό θ' ανταπόδώση.

 

Τώρα πού ένώπιος στέκομαι μπροστά σ' ένα ανηφόρι

κι αγωνιώ για που τραβά ό πλαστικός μας κόσμος,

ρίζες τις νοιώθω σάν δεντρί, γυναίκα μου και κόρη.

Τά χέρια τους είναι κισσός και ή στοργή τους δυόσμος.

 

 

 

ΜΙΑ ΔΡΥΣ ΕΠΕΣΕ

(Στις 25-5-76, πέθανε ή θεια ή Μαριγώ χα Λέων.

Άν-δριτσάκη, σε ηλικία 95 περίπου χρόνων).

 

Μιά δρυς σωριάστηκε στου χρόνου τό πελεκητό,

μιά διπλομάνα έγειρε κι αγκάλιασε τή γη.

Όρθόπλωρο παληό σκαρί, κορμί στητό και θαρρετό,

πιστή Έστιάδα, πού ξεπλήρωσε τή «Θεία επιταγή».

 

Στέρεη, ροδομάγουλη, απόπνεε άρωμα θυμαριού

κι δλο αρχοντιά, κατάφερνε, νάχη στεγνά τά μάτια

κόντρα σέ δύσκολους καιρούς, μέ γεροσύνη πουρναριού.

Τότε, πολλά τά στόματα και τό ψωμί μικρά κομμάτια.

 

Ό Χάροντας τήν πλήγωσε κι έθαψε μέ σφιγμένα χείλη,

βλαστάρες σάν τά κρύα νερά, χωρίς μιλιά και δάκρυ.

Κέρδος της μόνο, χαρωπό της ζήσης της τό δείλι.

Κρατάει στη μνήμη μου, του θαυμασμού τήν άκρη.

 

 

 

ΠΡΑΣΙΝΟ ΟΝΕΙΡΟ

(Ελάχιστο αφιέρωμα στην «Παγκόσμια ημέρα δασοπονίας»).

Κυνηγημένο πρόβατο σ ένα γαλάζιο κάμπο

κάποιο κομμάτι σύννεφο, ζυγιάστη σάν τον αετό.

Νά τό ντυνώμουν Θέ μου άς ήταν μπορετό,

αέρινος μεσ στο πλατύ, τό μέγα δάσος νάμπω.

 

Ώς θα διαβαίνω ανάλαφρος, σάν πάχνη, σάν δροσιά,

νά με καλωσορίζουνε τ αδέρφια μου τά δέντρα

μέ γάργαρες κρυφές φωνές στην πράσινη απλωσιά,

έλατα, πεύκα, όρθόστητα καΐ ροζιασμένα κέντρα.

 

Κι άφου χορτάσω ξέφρενα—εραστής τήν ερωμένη,

πρώτου στα διάσελα ζεστόν, τον ήλιο χαιρετήσω,

στης φτέρης τήν αψιά αγκαλιά, στή γη τή νοτισμένη,

νά γείρω ν αποκοιμηθώ κι άς μή ξαναξυπνήσω.

 

 

 

αναστAσιμο

(Εστάλη στο ΒΒC—Ελληνική Υπηρεσία, συμμετοχή σέ

 σχετικό Πασχαλινό διαγωνισμό).

 

Καθένας μας κι ένας σταυρός, μεγάλος ή μικρός

σέ μιά ζωή—μικρή αστραπή στον Ίλιγγο του απείρου.

Άρηές σταγόνες ευτυχίας και ό άρτος μας πικρός.

Μόνη καταφυγή μας, ή οαση κάποιου ονείρου.

 

Κάθε μας βήμα κι ένας Γολγοθάς πολλές φορές.

Ιουδες σκυθρωποί, παραμονεύουν σκοτεινοί,

να μας προδώσουν έτοιμοι τις λίγες μας χαρές.

Μα εντός μας αντιστέκεται, σπίθα-φωνή.

 

'Ενας Χριστός, μέσ' στην καρδιά-φάτνη, φωλιάζει.

'Ας τον ζεστάνωμε κι ή αγάπη ας περισσέψη.

Τα μαύρα σύννεφα στο τέλος ήλιος καταυγάζει.

Μιά κάποια Ανάσταση το μίσος θα στερέψη.

 

 

 

ΟΔΟΙΠΟΡΙΚΟ

Μαγιάτικο το πρωινό, λεχώνα ή γη

κι οδοιπορώ, τ άχνάρια μου, τα παιδικά ζητώντας,

κάπου στη χλόη, δίπλα σε «λαλέουσα» πηγή,

ψάχνοντας μιαν απάντηση, το μέρμηγκα ρωτώντας.

 

Νάτες οι πέτρες οι στητές, που τις θωρώ με πόνο.

Τις έσκαψαν, τις έρεψαν, ήλιος, αέρας και νερό.

Ρίζες τις βύζαξαν, ρυτίδες απ τον σμιλευτή το χρόνο.

Χίμαιρες πάλι κυνηγώ και προχωρώ και προχωρώ.

 

Πέρα σαν πάχνη χρυσαφιά στων οριζόντων τη γραμμή,

ή νιότη μου π άλάργεψε κι ολο τραβάει στή δύση.

Μοιάζει νεκρό πουλί, στείρα νεροσυρμή, τούτ' ή στιγμή.

Μιά μελωδία ξεψυχά. .. Τίποτα δεν θά ξαναρχίση.

 

λεχώνα ή γη, Μαγιάτικο το πρωινό.

Γιά την καρδιά μου άκάνθινο στεφάνι

πλέκω τους λογισμούς, μνημόσυνον εσπερινό.

'Ιδιος ο κύκλος. Ό,τι γεννιέται, θά πεθάνη.

 

 

 

ΜΙΚΡΟ ΓΡΑΜΜΑ

(Στούς απανταχού ξενητεμένους Τσιντζινιώτες, σ' όσους

κράτησαν την καρδιά τους παιδική, πιασμένοι άπό τή ρίζα

τους και δεν αλλοτριώθηκαν).

 

'Αδέρφια σέϊς άητόπουλα, σκόρπια στην ξενητειά,

σέ πολιτείες μάκρυνες, μέ φάμπρικες κι ατσάλι,

μέ το λαχανιασμένο κόσμο τους, μια Θάλασσα πλατειά,

αμούστακα τότε παιδιά, μέ γκρίζο τώρα το κεφάλι.

 

Γράμμα σας στέλνω' ταχυδρόμος ή καρδιά.

«Ύγείαν ίχομεν και δι υμάς έπιθυμουμεν το αυτό».

Τελειώνουν τα σχολειά, χαρούμενα πια τα παιδιά,

'τοιμάζονται γιά Τσίντζινα, «Μεταξωτού», «Ψητό».

 

Τώρα πιά δέν γκρεμίζουνε φωλιές άγριοχελιδονιών

κεi στ' 'Αγιαννιου τ' άποσκιερά, τα λεπιδάτα βράχια.

Άρηέψανε—πόση ερημιά—οι φωνές των αηδονιών.

Δασώσανε, πυκνώσανε, γύρω τά καταρράχια.

 

Ή ολόμαυρη κιθάρα μου κοιμάται σέ μιαν άκρη.

Κόπηκε το τραγούδι μας «γωνία της Μαρίνας».

Στου Χάρου το πελεκητό, περίσεψε το δάκρυ.

Οι φίλοι τώρα δω και κει. Πολλοί «εις τάς Άνθήνας».

 

Λοιπόν αδέρφια μου, κοντολογίς «ταύτα και μένω»,

«ενταύθα», πέτρα ριζιμιά, στητός ακόμα,

νά λέω το «καλώς ώρισες» και νά προσμένω,

τό γυρισμό σας κάποτε, δω στο γενέθλιο χώμα.

 

< Prev   1  2  3  4  5   Next >