κοσμογονΙα

'Αστραπή φωτός και σμίξαν δυο πουλιά

σε κλινάρι ερωτικό, φρέσκο κλαδί.

Κι ύστερα; Το Θηλυκό κλωσσάει στη φωλιά

και το άλλο δίπλα κελαϊδεί.

 

 

;

'Εντυπα, «Τί-Βί», «Ράδιο», «Τελέξ»,

σάν βατράχια πού κοάζουν «βρεκεκέξ»,

βία, «σέξ», ναρκωτικά, γεννοκτονίες,

άγχος, φρίκη, αίμα, αυτοκτονίες.

 

Μιά τρελλή ανθρωπότητα μέ «μπλάβο» μάτι

τάχα θάβρη του Χρίστου το μονοπάτι

ή στο βούρκο τούτον μέσα θά πνιγή

και σκουπίδι στ' άπειρο θά σδήση ή γη;

 

 

1821

Τετρακόσια χρόνια διπλωμένα τά φτερά.

Τέσσερες αιώνες μέ κομμένη τήν ανάσα.

Τετρακόσια χρόνια ούτε ψίχουλο χαρά.

Τέσσερες αιώνες μιά ζωή σέ νεκροκάσα.

 

Στής σκλαβιάς τό θεοσκότεινο μπουντρούμι

τά λιπόσαρκα κορμιά τους ροκάνιζαν.

Τυφλοπόντικες χωμένοι σέ βαθύ λαγούμι,

να ξανοίξουν μιαν αχτίδα φώς πάσχιζαν.

 

Αίμα, αίμα, τόσο αίμα, έρεψε τήν προσμονή.

Τά κρυφά σχολειά, ό Ρήγας, τόσοι πόνοι,

σμιξαν κι έγιναν γιγάντια λευτεριάς φωνή,

πού τήν πήρε στις φτερούγες του τό χελιδόνι.

 

Μέ τό βόλι, μέ τήν πέτρα, μέ τά δόντια και τά χέρια

αντρειωμένοι συραν τό χορό της λευτεριάς ξανά

στά μαρμάρινα τ αλώνια και στά κλέφτικα λημέρια

κι άνθισεν ή παπαρούνα λευτεριά, ωσαννά.

 

 

χΑρισμα σας

Χάρισμά σας σι τρανές σι πολιτείες,

μέ τα τόξα τα πολύχρωμα, τα φωτεινά,

οι μεγάλες τσιμεντένιες σας πλατείες

μέ τα σκονισμένα δέντρα τ' αχαμνά.

 

Χάρισμα σας οι άλλαζονικοί σας δρόμοι

μέ γραμμές κυκλοφορίας και μέ σήματα.

Χάρισμα σας κι οι σοφοί πολεοδόμοι

και τά τυποποιημένα σας οικήματα.

 

ΜεΊς δέν ζητιανεύομε ηλιαχτίδες

ούτε καυσαέρια μ άγχος καταπίνομε.

Ζούμε άπλα, γαλήνια, μέ σεμνές ελπίδες

και στο χώμα μας πιστοί θά μείνωμε.

 

 

«Ρ Ε Κ Β Ι Ε Μ»

(Στίς 22.1.74, πέθανε και τάφηκε στη Γκοριτσα, ό Γιάννης

 Ήλ. Λοϋμος, σε ηλικία 80 χρόνων, περίπου. Πέρασε το

μέγιστα μέρος της ζωής του — κάπου 70 χρόνια — στα

«Σανέϊκα», ερημίτης και παθολογικά φιλόζωος).

 

«Κόκκος σινάπεως» ό κόσμος ποϋζησε «έν ειρήνη»,

τριζάτες κουμαριές, έληές και πέτρες ριζιμιές.

Στήν κατοικία τουπαλάμη του Θεοϋή γαλήνη

πραγάλιανε και κοίμησε τις άλλες πεθυμιές.

 

Μια τρυφερή άσυνόρευτη καρδιά, σ ένα σκληρό κορμί,

ένας ανέραστος «Γιάννης 'Αγιάννης», ατή φωληά του

το πλούσιο βιός του, ενα κρεμμύδι και ψωμί,

μοίραζε απλόχερα, στους σύντρόφους, τα ζωντανά του.

 

"Ισως, όταν τον κατεβάζανε στη γη,

κει πάνου στα «Σανέϊκα», στη ρίζα του βουνού,

να τήρησαν στη μνήμη του, ενός λεπτού σιγή,

τ αγρίμια και τα «πετεινό του ουρανού».

 

 

 

ΙΩΒΗΛΑΙΟΝ

 

(Στις 18.5.74, ό εν Αθήναις συμπατριώτης δημοσιογράφος

 κ. Παν. Ν. Πιέρρος, γιόρτασε τους «χρυσούς γάμους» του,

 με την πιστή συντρόφισσα της ζωής του, ανάμεσα σε παιδιά,

 εγγόνια, συγγενείς και φίλους).

 

Πενήντα χρόνια τά δικά μου, στά δικά σου χέρια,

ίσκιος τοΰ ίσκιου μου, πιστή μου συ ειμαρμένη.

Πενήντα χρόνια, λυώσαμε σαν άγιοκέρια

μέσ στην παστάδα μας, περικοκλάδα εμείς, δεμένοι.

 

Ουτ ενα δάκρυ για τά Καλοκαίρια πουχουν πιά χαθή,

τα ζούμε τώρα στων παιδιών μας τά παλάτια.

Ή 'Ανοιξη κι αν πέθανε, θά ξεναγεννηθή,

στά φωτεινά και λαμπερά τών εγγονιών μας μάτια.

 

'Ας μή λυπώμαστε πού γίναμε πιά δειλινά,

ούτε πού στράγγισαν, μοιραία πιά, της νειότης οί χυμοί.

 Γαλήνια ας είναι της μεστής ζωής μας τά στερνά.

 Στή νιά μας φύτρα, νά του χρέους μας ή πληρωμή.

 

 

 

Τ' ΑΝΘΡΩΠΑΚΙ ΣΚΕΠΤΟΜΑΙ

Τ' ανθρωπάκι σκέπτομαι, τό μικρανθρωπάκι,

πού το δάσος βλέπει σάν φορτίο ξύλα,

την εϊρηνικήν έληά στο πιθάρι για «λαδάκι»

και τον ήλιο ώριμαστή στου παρά τά «φύλλα».

 

Τ' ανθρωπάκι σκέπτομαι—πόσο τό λυπάμαι,

«θησαυρούς έπι της γης» να θησαυρίζη.

«Δέν βαριέσαι, στο καβούκι μου καλά μαι».

Τ' ανθρωπάκι, πού δέν ξέρει νά δακρύζη.

 

 

 

ΤΟ ΠΕΝΘΟΣ ΤΑΙΡΙΑΖΕΙ ΣΤΟΥΣ ΠΟΙΗΤΕΣ

(Στή μνήμη της εκλεκτής φίλης δημοσιογράφου και

ποιήτριας Γεωργίας Μυτηλιναίου - Νεοφύτου,, πού

πέθανε πρόωρα στή Νότιο 'Αφρική).

 

«Κι' απόψε πάνω στο κρεββάτι

της άρρώστειας μου,

είχα απλωμένα τα χαρτιά να γράψω.

Μά ορμητικά μπαίνει ό αέρας

και μοϋ σβήνει τό κερί».

 

+ Γεωργία Μυτιληναίου

«ΑΥΓΕΣ ΚΑΙ ΔΕΙΛΙΝΑ»

Ποιήματα 1952

 

Φίλη ακριβή, σουσβησε ό αέρας τό κερί

και τα χαρτιά σου μεΐναν έρημα πουλιά.

Πριν ωρίμάσης σε σημάδεψε μοίρα σκληρή

και τδξερες και πρόσμενες, χωρίς μιλιά.

 

Βιαζόσουν—ξέροντας—τι να πρωτοκουρσέφης

από τις μύχιες ομορφιές πού ό ποιητής γνωρίζει.

Πνιγόσουν στή βιασύνη σου, πριν να μισέφης,

χελιδονάκι ποϋφυγε και δέν ξαναγυρίζει.

 

Της Νότιας 'Αφρικής πούπουλο ας έιν τό χώμα,

συ δέν ξεχώριζες ανθρώπους απ' τό χρώμα.

Τών ποιητών ό Θρήνος, ώϊμέ, δέν τελειώνει.

Πλανιέται μέσ στή λυγμική φωνή του γκιώνη.

 

 

 

Έκ βαθέων

ΘΡΗΝΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΜΗΤΕΡΑ ΜΟΥ

ΤΗΝ ΠΑΝΑΓΙΩΤΑ ΤΗΝ «ΚΩΣΤΙΝΑ»

Τον κόσμο γύρισεν ανάποδα Μητέρα ό χαμός σου.

Τις συμπληγάδες τέτοιου σπαραγμού πώς να περάσω;

Αέξεις στο δάκρυ πνίγονται. Πώς νά τις πιάσω,

θρήνο νά συνταιριάξω «σαρξ εκ της σαρκός σου»;

 

Πεύκος πού χτύπησε βαθειά του Χάρου αστροπελέκι

απόμεινα και πέφτουνε τά φύλλα του βελόνια

και μου τρυπούν τη σκέψη μου κι ή θύμησή μου πλέκει

πένθιμα κρόσσια, παιδικά, ευτυχισμένα χρόνια.

 

Περήφανη κι αλύγιστη, χωρίς πιά τον Πατέρα,

θάβοντας κόρη τόσο νιά, έστησες το κορμί σου,

κερί θυσίας λειώνοντας γιά όλους νύχτα-ήμέρα

και κράταγαν το σπιτικό, οι ντελικάτοι αρμοί σου.

 

Στόν τελευταίο ασπασμό, σαν νάχασα το φώς μου.

Ξερό κλαδάκι χάνεσουν, σε πέλαγος λουλούδι,

στη σκιά κάποιου τριαντάφυλλου, έμοιαζες αγγελούδι.

Τά μάτια σου θά βλέπω στις Μητέρες δλου του κόσμου.

 

 

 

ΜΕ ΔΕΟΣ ΑΝΑΘΥΜΙΕΜΑΙ

Μέ δέος άναθυμιέμαι κάποιες Μάνες

π άνηφορίζανε ν' άνάψουνε τον Άη-Λιά,

μ' ένα παιδί στην «νάκα» κι" άλλο στην κοιλιά.

Γι αυτές έχουν κτυπήσει θλιβερά οι καμπάνες.

 

Μέ δέος άναθυμιέμαι τα τραχεία τους χέρια

μεταξωτά νά γίνωνται στο μητρικό τους χάδι,

στην παροστιά, μοσκοβολιά, σαν έπεφτε το βράδυ.

Τώρα, στο «στάρι», δάκρυ στάζουν τ άγιοκέρια.

 

Μέ δέος άναθυμιέμαι κείνες τις Μητέρες

πού σφίγγανε τά χείλη μαυροφορεμένες

κι ήταν οι ζωοδότρες ιερές γαστέρες.

Ζούν μέσα μου φωτοστεφανωμένες.

 

 

 

ΛΥΠΗΤΕΡΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ

(Για τή θεια μου την Αικατερίνη, αδερφή της Μητέρας

 μου, πού ξαφνικά την έχασα στις 26-4-75).

 

Πάλι με τον Μέγα πόνο τάπιαμεν αντάμα

κι είν' φαρμάκι της βαθειάς μου θλίψης το ποτήρι.

Στής καρδιάς τή ρίζα χτύπησε το κλαδευτήρι,

ξέσπασε, λυπητερό τραγούδι, τό πνιχτό μου κλάμα.

 

«ΤρεΊς άδερφουλες είμαοταν» βάί-βάί,

οί δυο τώρα γλυκοκοιμουνται πλάϊ-πλάϊ.

Τώρα μέ τ άσπρα τους μαλλιά, φτιάνουν φωλιά,

στον κάτω κόσμο, του έρέβους τα πουλιά.

Τώρα ή λειψή τους σάρκα θρέφει κυπαρίσσια

πού δλο τραβούν τ' άψήλου ϊσια-όλοΐσια.

Ή θύμηση τους σπαραγμού λανάρι

ατή μνήμη μου χαράζει ματωμένο άχνάρι.

< Prev   1  2  3  4  5   Next >