AΠΡΙΛΙΑΤΙΚΗ ΘΥΕΛΛΑ

Τινάζω τα χέρια μου

σάν βέλη

άπό τήν τεντωμένη χορδή

της καρδιάς.

 

Θέλω να σκορπίσω

το μαυρο σύννεφο

πού μου σκεπάζει τον ήλιο

καί πνίγει την "Ανοιξη.

Θ αντέξουν τ αδύνατα χέρια μου

πού ριγουν σάν καλάμια

στήν έφοδο μύριων ανέμων;

Θά ξεσκεπάσω τον ήλιο

ν' άναπνεύση έπι τέλους η "Ανοιξη

η θά σπάση στό τέλος

η τεντωμένη χορδή της καρδιας;

 

Μιά γεύση αισιοδοξίας

πλανιέται σαν μέλι στά χείλη μου.

Την Εβδομάδα των Παθων

καταυγάζει στο τέλος η Ανάσταση.

 

ΦΘΙΝΟΠΩΡΙΝΟ

"Επεσ' ένα φύλλο κίτρινο στο χωμα

και το πέσιμο του στη βαθειά σιγή,

σαν λυγμό το νοιώθω μέσα μου ακόμα,

σάν πικρό μαντάτο που μ' άναρριγεί.

"Επεσε ενα φύλλο κίτρινο και πάει,

σάν ζωή πού τέλειωσε και σβήνει.

Μοιάζει με το δάκρυ κάποιου π' αγαπάει

κι ό,τι αγαπουσε, εχει ξεμακρύνει.

 

(Τούς στίχους μελοποίησε στις 20-11-64, ό αγαπημένος

μου Δάσκαλος και Μαέστρος  Αλέκος Παναγιωτόπουλος).

 

 

ΑΝ ΜΠΟΡΗΣ

'Αν μπορής νά πιάσης τά μηνύματα

πού με χίλιους τρόπους ή 'Ανοιξη σου στέλνει,

αν μπορής ν' ακούσης τά 'λαφριά της βήματα

και τήν νοιώσης δίπλα νά βαθειανασαίνη

 

και τ' αυτί σου στήνοντας, αν είναι μπορετό,

κάτω από της γης τη φρέσκια φλούδα,

νά συλλαβης των φυτών και λουλουδιών τόν τοκετό,

είσαι νιος ακόμα κί' ή καρδιά σου πεταλούδα.

 

 

 

ΣΤΗ ΜΝΗΜΗ ΤΗΣ ΠΡΩΤΗΣ ΚΟΡΟΥΛΑΣ ΜΟΥ

Ή ζωή σου κράτησε σάν λάμψη μόνο,

μα στον ερχομό του κάθε "Απρίλη,

τρίσβαθα κι απόμακρα νοιώθω έναν πόνο.

Δέν σε χάρηκα. 'Από αυγή έγινες δείλι.

 

Χώμα τώρα. 'Αλλο κορμάκι στον δικό σου τάφο

θα «ξενοδοχειται», τρυφερό αγγελούδι.

Για μικρό κεράκι, για μικρό λουλούδι,

θύμηση και δάκρυ, λίγους στίχους γράφω.

 

 

ΚΑΛΩΣ ΗΡΘΕΣ

(Στή νεογέννητη κορούλα μου)

Ή εναγώνια προσμονή μου κι ή ελπίδα

τον ερχομό σου προμηνούσαν φως μου.

'Ηρθες σαν πρωϊνή χρυσή ηλιαχτίδα

κι άλλαξε μέσα μου ό ρυθμός του κόσμου.

 

Τώρα πού γεύομαι χορτάτη τή χαρά

μέ τό χιλιάκριβο τής παρουσίας σου το δώρο

καινούργια πώς φυτρώσανε νοιώθω φτερά

κι ή ευτυχία μου γιά ν άπλωθή, πού θαβρη χώρο;

 

Τώρα σιμά μου βρίσκεσαι κι ατέρμονα θωρώ

τά γαλανά ματάκια σου, τό προσωπάκι τό κρουστό

και διψασμένος νοιώθω πού στην έρημο βρήκε νερό.

 Κόρη μου σέ καλωσορίζω και σ ευχαριστώ.

 

 

ΚΙΤΡΙΝΟ ΑΓΓΕΛΤΗΡΙΟ

Κίτρινο ένα φύλλο μοϋφερε τ αγέρι,

μέ του Φθινοπώρου τήν υπογραφή.

Πένθιμο άγγελτήριο για το Καλοκαίρι,

πουχει πιά πεθάνει κι αύριο θά ταφή.

 

 

θΥΜΗΣΗ

(Στή μνήμη του Παπά-Γιώργη του Τριήρη)

Πετούνσπαθιές απανωτές—τα χελιδόνια

και στα φτερά τους ή ψυχή μου μυστικά

πετάει μαζύ, στα παιδικά, στα μαγικά,

γιομάτα άπ' του μελιού τή γεύση, χρόνια.

 

Στρέψει ξωπίσω ο λογισμός' δ νους ξαναθυμάται

τον Παπά-Γιώργη μας μπρος στην 'Ωραία Πύλη,

με σπαραγμό καί όλότρεμα τα χείλη,

νά έκφωνή το «έπΐ ξύλου σήμερον κρεμάται».

 

Σεπτός ο Ναζωραίος στή λουλούδινη επιτάφια κλίνη

και γύρω ψάλλοντας οι παιδικές φωνές συνταιριασμένες.

Πόσες νά ζουν ακόμα; Είναι τόσες πιά σβησμένες.

Μοσκοβολουν στή θύμησή μου όλάσπροι κρίνοι!

 

 

ΦΤΑΝΕΙ

Φτάνει μέσ' στο βάζο ένα κλωνάρι 'μυγδαλιά

και ατό χέρι, ενα ζεστό αγαπημένο χέρι,

νά γεμίση ή κρύα κάμαρη πουλιά

κι' ή καρδιά νά πλημμυρίοη Καλοκαίρι.

 

 

ΞEΣΠΑΣΜΑ

'Αγριο το ποτάμι βουερό,

την ανήμπορη τή γη ζητά νά πνίξη.

Σέρνεται και μουκανίζει τό νερό

και χυμά τήν γέρικην ιτιά νά ρίξη.

 

Κι ώς κυλά Θολό άπ άκρη σ άκρη,

μοιάζει, σκέπτομαι μ ανατριχίλα,

σαν νά κουβαλά αιώνων δάκρυ

και σβησμένα όνειρα σάπια τά φύλλα.

 

 

ΚΑΤΙ ΑΞΙΖΟΥΝΕ ΚΙ ΟΙ ΠΟΙΗΤΕΣ

'Απλούς, απέριττους και λίγους, στίχους γράφω,

αντί γιά φύλλα δάφνης σ έναν τάφο,

στο δολοφονημένη ποιητή Φεραίο

του ξεσηκωμού τον βάρδο τον μοιραίο.

 

Τη φλόγα της καρδιάς του τραγουδάω,

πού δόθηκε μέ τόση απλοχεριά

γιά τη μυριάκριβή μας λευτεριά

και μέ τό «ώς πότε παλληκάρια» του μεθάω.

 

Ό σπόρος ποϋσπειρεν ό Ρήγας, ενα κι ενα,

γιά νά βλάστήση γίγαντας τό Εικοσιένα

κι άς ξέρουν μερικοί σκεπτικιστές,

πώς κάτι αξίζουνε κι οι ποιητές.

 

 

ΤΟ ΠΟΤΗΡΙ ΜΙΑΣ ΖΩΗΣ

Το ποτήρι μιας ζωής, σφιχτά κρατώ,

στο τρεμάμενο, λιγνό μου χέρι.

Πόσο απόμεινε πιοτό, βαθειά κοιτώ

πότε τάχα θα τελείωση, ποιος το ξέρει;

 

Κι δσο ξεμακραίνουν, άσπρα περιστέρια,

κάποιοι, για τ' αγύριστο ταξείδι, φίλοι,

τόσο σφίγγω το ποτήρι μέσ στα δυό μου χέρια

και πικρό το νοιώθω το πιοτό, στα χείλη.

 

'Ολα, κάποτε, θά γίνουνε πιά ΤΕΛΟΣ

οι φωνές, τα χρώματα, τα χάδια.

Τότεαπελπισία—ό κάτασπρος Όθέλλος,

τήν καρδιά θά πνίξη με σκοτάδια.

< Prev   1  2  3  4  5    Next >