ΡΙΖΙΜΙΕΣ ΠΕΤΡΕΣ ΓΙΑΝΝΗ ΑΝΔΡΙΤΣΑΚΗ (Μοτιβου)
ΡΙΖΙΜΙΕΣ ΠΕΤΡΕΣ Άπλά είναι, με αργό ρυθμό, τουτ' τα τραγούδια, δπως απλές δω στό γενέθλιο χωμα, οί πεθυμιές. Κάτι σαν δέσμη από σεμνά του αγρου λουλούδια, πού όμορφαίνουνε τις πέτρες μας τις ριζιμιές.
"Οταν χτυπά, «για ποιόν χτυπα ή καμπάνα» ξέρει ό καθένας μας ειν' δλοι κοντινοί.
"Οταν γιά κάποιο μισεμό σπαράζει ή μάνα θλίβεται και ταράζεται κι ή διπλανή
Άπλα τουτ' τα μηνύματα, γί απλούς ανθρώπους, πιστοί πού μείνανε, στόν ήλιο, στή μητέρα γη. Κι αν το ψωμί πικρό, λιγότερο άπ' τούς κόπους, μπορούν και χαίρονται των άστρων τή μαρμαρυγή.
ΤΣΙΝΤΖΙΝΙΩΤΙΚΗ ΝΥΧΤΑ Τή γοητεία των βαθύσκιωτων δασων νά γιγαντέψη βγηκε το φεγγάρι σφιχταγκαλιάστηκαν με χάρη, χρυσές αχτίδες με τα φύλλα των κισσων.
Σιγοκουνιέται και σιγολυγιέται λιγερή κι υστέρα λούζεται με φώς μιά λεύκα κουβέντα άνοΊξαν ελατα και πεύκα. Κι η ρεμματιά ακούει κι απορει.
Και ενώ ενα αστέρι πέφτει φωτεινό ανάμεσα 'Αη-Μαρίνα καϊ 'Αγιάννη, νοσταλγικό κάπου κοντά μας φτάνει τραγούδι, μακρυνό.
Ψυχή μου γλέντα απόψε με λαχταρα τη νύχτα αυτή, τήν Τσιντζινιώτικη τη νύχτα κι ως ομορφα άκκομπανιάρει μιά κιθάρα, σ ενα τραγούδι, βάσανα, φαρμάκια, πνίχτα.
ΑΝΘΙΣΕΝ Η ΑΜΥΓΔΑΛΙΑ Στου παγωμένου πρωινού τη οιγαλιά τινάχτηκαν οι πρωτες ηλιαχτίδες κι άστραποβόλησαν δροσοσταλίδες διαμάντια, σε μιάν ανθισμένη μυγδαλιά. Μέσ στου Χειμώνα την καρδιά θωρώ τα λούλουδα τά πρώτα με κατάνυξη σάν υποψία νοιώθω να μ άγγίζη η "Ανοιξη. Κρυώνω ακόμα, μα χαρούμενος αναθαρρω.
ΠΡΩΤΟΒΡΟΧΙ Σήμερα μου τραγούδησε στα τζάμια το πρωτοβρόχι μελαγχολικά η διψασμένη γης ερωτικά έσμιξε με τα βρόχινα ποτάμια.
Θολό νερό κύλησε στα καρτέρια, μεσ σ αστραπές και μπουμπουνηταριό κι απ' το λευκό, ψηλό καμπαναριό, σκιαγμένα φτεροκόπησαν τα περιστέρια.
ΚΑΙ ΕΠΙ ΓΗΣ ΕΙΡΗΝΗ Σέ φάτνη απλή, σε σπήλαιο ίσκιερό, μέσ στις ανάσες των αγνών και πράων ζωντανων, έπρωτογεύτηκε τό φως, το Θεϊκό μωρό, ό Ποιητής και Βασιλιάς των ουρανών.
"Οταν εκίνησε χαρούμενα τα χέρια στό θαυμα της ζωης, μέσ στη σιγή, χιλιάδες φτεροκόπησαν σαν περιστέρια, φωνές καινούργιες και σκεπάσανε τη γη.
Κί ηρθε και κατακάθησε η γαλήνη καΐ λαχτάρησαν χαρωπά οί καρδιές, σάν Άπριλιάτικες μοσκομυρίσανε βραδυές. 'Απλό το μήνυμα. 'Αγάπη, ανθρωπιά, ειρήνη.
ΦΛΕΒΑΡΙΑΤΙΚΗ ΗΜΕΡΑ Στραφτοκοπά γλυκός ο ήλιος του Φλεβάρη, πράσινο κύμα τα γρασίδια τα κρουστά. Γοργές σαΐτες πού περνουν ξυστά, οί τσίχλες στις έληές, με μιά άγρια χάρη. Κι ενω του κυνηγάρη το βροντάρι σπάζει την κρουσταλλένια πρωϊνή γαλήνη, ό φρακοφορεμένος κότσυφας αφήνει κελαρυστό το σφύριγμα, με κέρινο τσαφάρι. Στραφτοκοπά γλυκός ο ήλιος του Φλεβάρη, ασημι λούστηκαν οί ανθισμένες μυγδαλιές, τραγούδι στήσαν οί καθαριστάδες στις έληές. Γεννοβολουν στο χωμα οί σπόροι νιο χορτάρι.
ΑΠΟΚΡΗΑΤΙΚΟ (Στή μνήμη του μπάρπα Νικόλα του Χρονάκου, του «Βασιλιά» του Γκοριτοώτικου Καρναβαλιου). Συνάχτηκαν λογιών-λογιων οί μασκαράδες κάτω απ τό δέντρο το παχύ κί άποσκιερό κι ένω μπερδεύεται το παιδομάνι γύρω βουερό, χορό ξάνοιξαν, σε δυό δίπλες, οί χορευταράδες. Ώς πάει να γίνη σούρουπο το δειλινό, ό γέροντας τ άπόφωνο κατάκοιτος γροικάει άγρια ποθεί, μα δεν βολει να ξαναπάη. Είναι γί αυτόν το Καρναβάλι το στερνό.
ΑΝΑΔΡΟΜΗ Προχτές σε μιά μικρή χαρούμενη εκδρομή, ξανάζησα μιάν ηλικία περασμένη. Ηταν γιά μένα γοητευτική αναδρομή σε μιά σελίδα της ζωής μου ξεχασμένη. Με συντροφιά πασίχαρα παιδιά πού τρέχαν να συνάξουν ήλιο και λουλούδια, ξανάνοιξέ μου σάν τριαντάφυλλο ή καρδιά κι η μνήμη μου ζωντάνεψε παληά τραγούδια. Κι ένοιωσα πάλι τη ζεστή, πρώτη λαχτάρα, νά παίξω, να γελάσω, να χαρώ, μιά μπλέ κορδέλλα να περάσω στήν κιθάρα, «Πρωτομαγιά» να τραγουδήσω ως να καιρό.
ΧΟΡΟΣΑΣΙ Κλαρίνα και λαβουτα και γλυκόλαλα βιολιά και γύρω, δλο μεράκια, να χορεύουν. Στής Εκκλησιάς στρωθήκανε οί γρηοΰλες τα σκαλιά και με το χέρι αντήλιο, το χορό αγναντεύουν. Κι ως βλέπουν να λυγιωνται στόν κρουστό χορό σάν πετροπέρδικες οί νιές σφιχτοδεμένες, άναθυμιοϋνται τόν δικό τους τον καιρό και δάκρυ λάμπει στις μορφές, τις οργωμένες.
Ο ΓΕΡΟ ΕΛΑΤΟΣ Ζωήν όλάκαιρη μέσ' σε δρολάπια και σέ χιόνια, βιγλάτορας ο ελατός στήν πόρτα του Άγιάννη, στητός, αγέρωχος, περήφανος, έμέτραγε τά χρόνια. Κι έλεγες πώς ο Χάροντας των δέντρων, κει ψηλά, δέν (φτάνει.
Βαρειους Χειμωνες, "Ανοιξες χαρούμενες, Φθινόπωρα άση- (μένια και Καλοκαίρια πάμφωτα έχόρτασε, γλεντώντας πράσινο πέλαγο τ' αδέρφι του το δάσος, δειλινά μελένιακαι προσκυνήτριες νιές—γρηές τώρα πιά—θωρώντας. Μά στράγγιξαν σιγά-σιγά του σφρίγους οί χυμοί κι ανήλεος ό χρόνος έφερε φριχτά γεράματα. Κι έτσι, μοιραία, θλιβερό σωριάστηκε το κούφιο του κορμί, μ ένα βουβό παράπονο, κάποια ωραία χαράματα.
ΤΟ ΠΡΩΤΟ ΧΕΛΙΔΟΝΙ Νάτο το πρωτο χελιδόνι. Μέ τό άψογο, μαυρο φράκο του, το λεπιδάτο κορμί, τη σβελτάδα της σαίτας. Χάιδεψε φευγαλέα τη λεχώνα γη με τη λεπτή κόψη των φτερων του και τινάχτηκε θριαμβευτικά οτά σκόρπια, μικρά σύννεφα, σφυρίζοντας: «Ξαναφέρνω τήν "Ανοιξη».
|